- αναδιχάζω
- διχάζω εκ νέου, ξαναδιαιρώ.[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα-* + διχάζω.ΠΑΡ. αναδιχασμός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αναδιχασμός — ο [αναδιχάζω] 1. ο εκ νέου διχασμός 2. η εκ νέου διχογνωμία, διάσταση, διχόνοια … Dictionary of Greek